ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… … Dictionary of Greek
ἐρυσίβῃ — ἐρυσί̱βῃ , ἐρυσίβη rust fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσῖβαι — ἐρυσίβη rust fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυσιβώ — (I) ἐρυσιβῶ, άω (AM) [ερυσίβη] πάσχω από ερυσίβη («τῶν δ’ ὀσπρίων μάλιστα ἐρυσιβᾷ κύαμος», Θεόφρ.). (II) ἐρυσιβῶ, όω (AM) [ερυσίβη] 1. προσβάλλω φυτό με ερυσίβη («ὅπως μὴ ἐπικαθήμενον ὕδωρ ἐπιλαβών ὁ ἤλιος ἐρυσιβώση», Θεόφρ.) 2. μέσ. ἐρυσιβοῡμαι… … Dictionary of Greek
ερυσίβιος — ἐρυσίβιος, ὁ (Α) [ερυσίβη] (επίθ. τού Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη … Dictionary of Greek
ερυσίφη — η βοτ. βλ. ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ερυσίβη] … Dictionary of Greek
ερυσιβικός — ή, ό [ερυσίβη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερυσίβη … Dictionary of Greek
ερυσιβώδης — ες (AM ἐρυσιβώδης, ες) [ερυσίβη] 1. αυτός που πάσχει από ερυσίβη («ερυσιβώδη άνθη») 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» για σκληρώτια τού μήκυτα laviceps purpurea … Dictionary of Greek
ἐρυσίβας — ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem acc pl ἐρυσί̱βᾱς , ἐρυσίβη rust fem gen sg (doric aeolic) ἐρυσίβᾱς , ἐρυσιβάω suffer from rust imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ржа — ж., народн. аржа, иржа (см. Шахматов, Очерк 233 и след.), укр. ржа, iржа, блр. iржа, ст. слав. ръжда ἰός (Супр.), болг. ръжда (Младенов 565), сербохорв. р̀ђа, словен. rjà, rǝjà, чеш. rez, др. чеш. rzě, слвц. hrdza, польск. rdza, в. луж. zerz,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера